- σταλίζω
- gölgede dinlenmek
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
σταλίζω — Ν [στάλος / σταλός] 1. (μτβ.) οδηγώ το κοπάδι σε σκιερό μέρος το μεσημέρι για ανάπαυση 2. (αμτβ.) (για ζώα) αναπαύομαι, σταλιάζω 3. συνεκδ. μτφ. παραμένω κάπου … Dictionary of Greek
σταλίζω — στάλισα, σταλισμένος (μτβ. και αμτβ.), ξεκουράζομαι το μεσημέρι σε τόπο σκιερό: Πήγε να σταλίσει τα πρόβατα. – Τα πρόβατα σταλίζουν κάτω από τον πλάτανο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σταλιάζω — Ν 1. (για κοπάδια) αναπαύομαι σε σκιά, κυρίως κατά το μεσημέρι, σταλίζω 2. (για πρόσ.) α) μένω αναγκαστικά πολλή ώρα σε έναν τόπο β) περιμένω όρθιος επί πολλή ώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού σταλίζω, κατά τα ρ. σε ιάζω (πρβλ. πουντ ιάζω, ξεπαγ ιάζω)] … Dictionary of Greek
ακαματεύω — και ακαματεύγω 1. είμαι ή γίνομαι ακαμάτης, τεμπέλης «άλλος εμάζευε ελιές κι άλλος ακαμάτευε» 2. (για κοπάδια) κάθομαι στον ίσκιο, σταλίζω, σταλιάζω 3. ξεκουράζομαι το μεσημέρι, βλ. ακαμάτεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακαμάτης. ΠΑΡ. ακαμάτεμα] … Dictionary of Greek
στάλα — (I) ἡ, ΝΑ (δωρ. τ.) βλ. στήλη. (II) η, Ν 1. μικρή ποσότητα υγρού, σταγόνα, σταλαγματιά («ζει τού νερού και η στάλα οπού κολλάει στο ποτήρι», Σολωμ.) 2. μτφ. πολύ μικρή ποσότητα (α. «ήπια μια στάλα κρασί» β. «κοιμήθηκα μια στάλα») 3. φρ. α) «ούτε… … Dictionary of Greek
στάλισμα — το, Ν [σταλίζω] η ανάπαυση τού κοπαδιού σε σκιερό μέρος, στάλος … Dictionary of Greek
σταλίστρα — η, Ν σκιερός τόπος για το στάλισμα τών αιγοπροβάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταλίζω + επίθημα τρα (πρβλ. κρεμάσ τρα)] … Dictionary of Greek
σταλιάζω — στάλιασα και στάλιαξα, σταλιασμένος 1. σταλίζω. 2. μένω αναγκαστικά πολλή ώρα σε κάποιο μέρος: Κάθεται και (ξερο)σταλιάζει όλη μέρα έξω από το σπίτι της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)